μονοετής

μονοετής
-ές
1. αυτός που έχει ηλικία ενός έτους («μονοετές νήπιο»)
2. αυτός που έχει διάρκεια ενός έτους ή ζει μόνο ένα έτος (α. «μονοετής φοίτηση» β. «μονοετές φυτό»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)-* + -ετης (< ἔτος), πρβλ. δι-ετής. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στην Εφημερίδα τής Κυβερνήσεως τού Βασιλείου τής Ελλάδος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μονοετής — ής, ές γεν. ους, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή 1. αυτός που έχει την ηλικία ενός χρόνου: Μονοετές δέντρο. 2. αυτός που διαρκεί ένα χρόνο, ο ετήσιος: Η σύμβαση είναι μονοετής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βλίτο — Μονοετής πόα της οικογένειας των αμαραντιδών, γνωστό με την επιστημονική ονομασία αμάραντο το β.Το ύψος του φτάνει τα 30 έως 70 εκ. Έχει βλαστό διακλαδισμένο, φύλλα μακρόμισχα, ωοειδή ή ρομβοειδή, ακέραια, πράσινα, συχνά με ωχρές κηλίδες. Τα άνθη …   Dictionary of Greek

  • βίκος — Μονοετής ή διετής χνουδωτή πόα της οικογένειας των ψυχανθών, με βλαστό έρποντα ή αναρριχώμενο που φτάνει σε μήκος το 1 μ. Έχει φύλλα σύνθετα, από 5 έως 7 ζεύγη, και ελλειψοειδή ή προμήκη φυλλάρια· μετά το τελευταίο ζεύγος φυλλαρίων καταλήγουν σε… …   Dictionary of Greek

  • βρούβα — Μονοετής πόα της οικογένειας των σταυρανθών. Είναι γνωστό με την επιστημονική ονομασία βουνιάς η ερουκώδης. Αναπτύσσει πολύκλαδο στέλεχος ύψους 30 60 εκ., με φύλλα επιφυή, προμήκη, ακέραια ή οδοντωτά, ενώ τα κατώτερα φύλλα είναι πτεροσχιδή, κατά… …   Dictionary of Greek

  • κάρθαμος — Μονοετής πόα της οικογένειας των συνθέτων (δικοτυλήδονα). Η επιστημονική του ονομασία είναι κ. ο βαφικός. Ο κ. είναι ιθαγενής της μεσογειακής Ασίας, ενώ στην Ελλάδα είναι ημιαυτοφυής. Ο βλαστός του είναι όρθιος ύψους 0,60 1,50 μ., από τον οποίο… …   Dictionary of Greek

  • καψέλλα — Μονοετής πόα (Capsella bursa pastoris) της οικογένειας των σταυρανθών (δικοτυλήδονα), πολύ κοινή κατά μήκος των αγροτικών δρόμων. Είναι ζιζάνιο των αγρών, διαδεδομένο ακόμα και στις κατοικημένες περιοχές, όπου φύεται στις βάσεις των τοίχων. Έχει… …   Dictionary of Greek

  • κοχία — Μονοετής πόα της οικογένειας των χηνοποδιωδών (δικοτυλήδονα). Η επιστημονική ονομασία της είναι Kochia scoparia. Συναντάται ημιαυτοφυής στην Κρήτη με την ονομασία νεροκυπάρισσο. Το ώριμο φυτό έχει ύψος 50 150 εκ. και φέρει πολλούς κλάδους που… …   Dictionary of Greek

  • στύφνος — Μονοετής άγρια πόα της οικογένειας των Σολανιδών (δικοτυλήδονα). Αφθονεί στην Ελλάδα, σε καλλιεργημένους αλλά και χέρσους αγρούς και τρώγεται συνήθως βραστός. Τα άνθη του είναι μικρά, λευκά, με 5 μυτερούς λοβούς και τα φύλλα του ωοειδή, μυτερά,… …   Dictionary of Greek

  • νεμέζια — Μονοετής πόα της οικογένειας των Σκροφουλαριδών (δικοτυλήδονα), που κατάγεται από τη Νότια Αφρική. Η επιστημονική ονομασία της είναι νεμεσία η χαραδική. Σχηματίζει πυκνές τούφες από πολλούς βλαστούς, ύψους 20 30 εκ., με φύλλα αντίθετα και άνθη με …   Dictionary of Greek

  • νεροκολοκυθιά ή φιάλη ή αγγλιά — Μονοετής αναρριχώμενη ή έρπουσα πόα της οικογένειας των Κουκουρβιτιδών (δικοτυλήδονα), ιθαγενής των τροπικών και παρατροπικών περιοχών. Η επιστημονική ονομασία του είναι λαγηναρία η κοινή. Είναι φυτό χνοώδες, με δυνατή μυρωδιά μόσχου, γωνιώδη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”